λιθόσπερμο

λιθόσπερμο
(Lithospermum). Γένος σωληνανθών φυτών της οικογένειας των βοραγινιδών. Στο γένος ανήκουν φυτά με τριχωτό βλαστό, που ζουν σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμου. Τα λ. είναι ποώδη ή ξυλώδη φυτά, με καρπό που αποτελείται από τέσσερα σκληρά αχαίνια. Παλαιότερα, από τις ρίζες του εξαγόταν μία χρωστική ουσία που τη χρησιμοποιούσαν στην Ευρώπη για να χρωματίσουν το βούτυρο. Στην Ελλάδα απαντούν οκτώ είδη που φυτρώνουν σε ψηλά βραχώδη όρη και σε αγρούς, όπως τα Lithospermum canescens, Lithospermum ruderale και Lithospermum arvense.
* * *
και λιθοσπέρμιο, το (Α λιθόσπερμον) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια βοραγινίδες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αετόνυχος — και αετόνυχας, ο (Α ἀετώνυχον, το και στον Ησύχιο ἀετόνυχες) νεοελλ. 1. το φυτό Gnaphalium sylvaticum τής τάξης τών Συνθέτων (Compositae), βότανο για τη θεραπεία τής τριχοπτώσεως 2. το αετονύχι αρχ. 1. το λιθόσπερμο* 2. κατά τον Ησύχιο, «βοτάνη» …   Dictionary of Greek

  • αιγώνυχον — αἰγώνυχον, το (Α) 1. νύχι κατσίκας 2. κατά τον Διοσκορίδη, φυτό που λέγεται και λιθόσπερμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ –αἰγὸς + ὄνυξ] …   Dictionary of Greek

  • δαδάκι — το 1. υποκορ. της λέξεως δαδί 2. κοινή ονομασία τού φυτού λιθόσπερμο το ζάνειο …   Dictionary of Greek

  • λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) …   Dictionary of Greek

  • σκυλόγλωσσο — το, και σκυλόγλωσσα, η, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού ποώδους φυτού Lithospermum purpureocaeruleum τού γένους λιθόσπερμο καθώς και τών ελληνικών ειδών τού γένους κυνόγλωσσο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”